- θέρω
- θέρω (Α)1. θερμαίνω, ζεσταίνω2. (συν. παθ.) θέρομαια) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.)β) (για τον έρωτα) φλέγομαιγ) καίγομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον Απολλώνιο τον Ρόδιο και στον Νίκανδρο. Σύνηθες στην Αρχαία είναι το μέσο θέρομαι, το οποίο ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *gwher- «θερμός, ζεστός» (πρβλ. θερμός, θέρος) και συνδέεται με αρχ. ιρλ. fo-geir («ανα- θερμαίνει») (< ΙE *gwhere-t). Οι άλλες γλώσσες εμφανίζουν διαφορετικούς σχηματισμούς: αρμ. ĵer-nu-m, αόρ. ĵer-ay «αναθερμαίνομαι», αρχ. σλαβ. grĕjo, grě-ti se «θερμαίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.